Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
View word page
συσσαραπιαστής
συσσᾰρᾱπιαστής, οῦ, ,
A). fellow-worshipper of Sarapis, BCH 51.220 (Thasos, συνς-).


ShortDef

fellow-worshipper of Sarapis

Debugging

Headword:
συσσαραπιαστής
Headword (normalized):
συσσαραπιαστής
Headword (normalized/stripped):
συσσαραπιαστης
IDX:
101388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσσᾰρᾱπιαστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-worshipper of Sarapis</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 51.220 </span> (Thasos, <span class="foreign greek">συνς-</span>).</div> </div><br><br>'}