Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
View word page
συσπουδαστικός
συσπουδ-αστικός, , όν,
A). zealous in supporting, M.Ant. 1.16 .


ShortDef

zealous in supporting

Debugging

Headword:
συσπουδαστικός
Headword (normalized):
συσπουδαστικός
Headword (normalized/stripped):
συσπουδαστικος
IDX:
101386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσπουδ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">zealous in supporting</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 1.16 </a>.</div> </div><br><br>'}