Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεισμός
View word page
σύσπονδος
σύσπονδος, ον,
A). = ὁμόσπονδος , Aeschin. 2.163 (pl., v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύσπονδος
Headword (normalized):
σύσπονδος
Headword (normalized/stripped):
συσπονδος
IDX:
101383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύσπονδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁμόσπονδος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:163" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:163/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aeschin.</span> 2.163 </a> (pl., v.l.).</div> </div><br><br>'}