Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
View word page
συσποδόω
συσποδόω
,
A).
mince up
,
Hsch.
(in pf. part. Pass.).
ShortDef
mince up
Debugging
Headword:
συσποδόω
Headword (normalized):
συσποδόω
Headword (normalized/stripped):
συσποδοω
IDX:
101382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσποδόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mince up</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (in pf. part. Pass.).</div> </div><br><br>'}