Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπονδος
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
View word page
συσπιλόω
συσπῐλόω
,
A).
defile utterly,
Gloss.
ShortDef
defile utterly
Debugging
Headword:
συσπιλόω
Headword (normalized):
συσπιλόω
Headword (normalized/stripped):
συσπιλοω
IDX:
101380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101381
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσπῐλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">defile utterly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}