Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
συσκιασμός
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκολύπτομαι
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
View word page
συσκολύπτομαι
συσκολύπτομαι, Pass.,
A). = συγκαλύπτομαι , Hsch. (in pf. Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συσκολύπτομαι
Headword (normalized):
συσκολύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συσκολυπτομαι
IDX:
101362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκολύπτομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συγκαλύπτομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (in pf. Pass.).</div> </div><br><br>'}