Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσκήνιος
σύσκηνος
σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
συσκιασμός
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκολύπτομαι
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
View word page
συσκιρόομαι
συσκῑρόομαι
, Pass.,
A).
become indurated together.
Gal.
4.564
.
ShortDef
become indurated together
Debugging
Headword:
συσκιρόομαι
Headword (normalized):
συσκιρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συσκιροομαι
IDX:
101360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101361
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκῑρόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become indurated together.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.564 </span>.</div> </div><br><br>'}