Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσκηνία1
συσκήνια2
συσκήνιος
σύσκηνος
σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
συσκιασμός
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκολύπτομαι
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
View word page
συσκιασμός
συσκῐ-ασμός
,
ὁ
,
A).
=
συσκίασις
,
Aq.
Ps.
26(27).5
, al.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συσκιασμός
Headword (normalized):
συσκιασμός
Headword (normalized/stripped):
συσκιασμος
IDX:
101358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101359
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκῐ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συσκίασις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 26(27).5 </span>, al.</div> </div><br><br>'}