Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσκηνήτρια
συσκηνία1
συσκήνια2
συσκήνιος
σύσκηνος
σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
συσκιασμός
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκολύπτομαι
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
View word page
συσκίασμα
συσκῐ/-ασμα, ατος, τό,
A). shadow, Cat.Cod.Astr. 7.188 .


ShortDef

shadow

Debugging

Headword:
συσκίασμα
Headword (normalized):
συσκίασμα
Headword (normalized/stripped):
συσκιασμα
IDX:
101357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101358
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκῐ/-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shadow,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.188 </span>.</div> </div><br><br>'}