Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία1
συσκήνια2
συσκήνιος
σύσκηνος
σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
συσκιασμός
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκολύπτομαι
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
View word page
συσκίασις
συσκῐ/-ᾰσις, εως, ,
A). obumbratio, Gloss.


ShortDef

obumbratio

Debugging

Headword:
συσκίασις
Headword (normalized):
συσκίασις
Headword (normalized/stripped):
συσκιασις
IDX:
101356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101357
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκῐ/-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obumbratio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}