Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπτομαι
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία1
συσκήνια2
συσκήνιος
σύσκηνος
σύνσκανοι
συσκηνόω
συσκήνωσις
View word page
συσκευώρημα
συσκευώρ-ημα
,
ατος
,
τό
,
A).
intrigue
, prob. l. in
PAmh.
2.79.37
(ii A.D.).
ShortDef
intrigue
Debugging
Headword:
συσκευώρημα
Headword (normalized):
συσκευώρημα
Headword (normalized/stripped):
συσκευωρημα
IDX:
101344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101345
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκευώρ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intrigue</span>, prob. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PAmh.</span> 2.79.37 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}