Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπτομαι
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία1
συσκήνια2
συσκήνιος
View word page
συσκευαστής
συσκευ-αστής, οῦ, ,
A). factionarius, Gloss.


ShortDef

factionarius

Debugging

Headword:
συσκευαστής
Headword (normalized):
συσκευαστής
Headword (normalized/stripped):
συσκευαστης
IDX:
101340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκευ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">factionarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}