Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκανία
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπτομαι
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
View word page
συσκέπω
συσκέπω,
A). cooperio, Gloss.


ShortDef

cooperio

Debugging

Headword:
συσκέπω
Headword (normalized):
συσκέπω
Headword (normalized/stripped):
συσκεπω
IDX:
101337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cooperio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}