Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σῦς
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκανία
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπτομαι
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
View word page
συσκέπτομαι
συσκέπτ-ομαι
,
A).
=
συσκοπέω
,
Sm.
Ps.
2.2
.
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συσκέπτομαι
Headword (normalized):
συσκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συσκεπτομαι
IDX:
101336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101337
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συσκέπτ-ομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συσκοπέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 2.2 </span>. <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}