Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτῖτις
συρτός
συρτός
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρφη
σύρφος
σύρω
σῦς
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκανία
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
View word page
σύρφη
σύρφη· φρύγανα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρφη
Headword (normalized):
σύρφη
Headword (normalized/stripped):
συρφη
IDX:
101323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύρφη·</span> <span class="foreign greek">φρύγανα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}