Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρρίφη
συρροή
σύρροος
σύρροπον
σύρρυσις
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτῖτις
συρτός
συρτός
σύρφαξ
συρφετός
View word page
σύρρυσις
σύρρῠσις,
A). v. σύρρευσις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρρυσις
Headword (normalized):
σύρρυσις
Headword (normalized/stripped):
συρρυσις
IDX:
101311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύρρῠσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύρρευσις</span> .</div> </div><br><br>'}