Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρρίφη
συρροή
σύρροος
σύρροπον
σύρρυσις
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτῖτις
View word page
συρρίφη
συρρίφη· σὺνσκέπη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρρίφη
Headword (normalized):
συρρίφη
Headword (normalized/stripped):
συρριφη
IDX:
101307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρρίφη·</span> <span class="foreign greek">σὺνσκέπη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}