Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρραφής
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
View word page
συρραφής
συρρᾰφ-ής, ές,
A). = συρραπτός, κώεα συνραφέ’ ἀλλήλοισι Epic.Alex.Adesp. 2.31 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρραφής
Headword (normalized):
συρραφής
Headword (normalized/stripped):
συρραφης
IDX:
101293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρρᾰφ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συρραπτός, κώεα συνραφέ’ ἀλλήλοισι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epic.Alex.Adesp.</span> 2.31 </span>.</div> </div><br><br>'}