Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρραγή
σύρραγμα
συρράδιος
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρραφής
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
View word page
συρρᾳστωνέω
συρρᾳστωνέω,
A). subside together, of symptoms, Gal. 17(2).128 .


ShortDef

subside together

Debugging

Headword:
συρρᾳστωνέω
Headword (normalized):
συρρᾳστωνέω
Headword (normalized/stripped):
συρραστωνεω
IDX:
101290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρρᾳστωνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subside together</span>, of symptoms, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(2).128 </span>.</div> </div><br><br>'}