Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συροπέρδιξ
συρόποδες
συροποιός
σύρος
Σῦρος
Σύρος
Συροφοῖνιξ
σύρρα
συρραγή
σύρραγμα
συρράδιος
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
View word page
συρράδιος
συρράδιος, ον,
A). = νόθος, μικτός, εἰκαῖος , Hsch.; cf. ὑρράδιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρράδιος
Headword (normalized):
συρράδιος
Headword (normalized/stripped):
συρραδιος
IDX:
101282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρράδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νόθος, μικτός, εἰκαῖος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ὑρράδιος</span>.</div> </div><br><br>'}