Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρματικὴ
συρματὶς
συρματῖτις
συρμή
συρμίον
συρμιστήρ
συρμός
σύρξ
σύρον
συροπέρδιξ
συρόποδες
συροποιός
σύρος
Σῦρος
Σύρος
Συροφοῖνιξ
σύρρα
συρραγή
σύρραγμα
συρράδιος
συρρᾳδιουργέω
View word page
συρόποδες
συρόποδες,
A). v. συριγγόποδες .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρόποδες
Headword (normalized):
συρόποδες
Headword (normalized/stripped):
συροποδες
IDX:
101273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρόποδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συριγγόποδες</span> .</div> </div><br><br>'}