Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματικὴ
συρματὶς
συρματῖτις
συρμή
συρμίον
συρμιστήρ
συρμός
σύρξ
σύρον
συροπέρδιξ
συρόποδες
συροποιός
σύρος
Σῦρος
Σύρος
Συροφοῖνιξ
σύρρα
συρραγή
View word page
σύρξ
σύρξ,
A). v. σάρξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύρξ
Headword (normalized):
σύρξ
Headword (normalized/stripped):
συρξ
IDX:
101270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύρξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σάρξ</span> .</div> </div><br><br>'}