Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματικὴ
συρματὶς
συρματῖτις
συρμή
συρμίον
συρμιστήρ
συρμός
σύρξ
σύρον
συροπέρδιξ
συρόποδες
συροποιός
σύρος
Σῦρος
Σύρος
View word page
συρμίον
συρμίον· λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός, Hsch. (cf. σίον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρμίον
Headword (normalized):
συρμίον
Headword (normalized/stripped):
συρμιον
IDX:
101267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρμίον·</span> <span class="foreign greek">λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">σίον</span>).</div><br><br>'}