Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Συρικός
συρικτής
Σύριος
συρίσδω
σύρισμα
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
συρίτης
συρίττω
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματικὴ
συρματὶς
συρματῖτις
συρμή
View word page
συρίττω
σῡρίττω,
A). v. συρίζω . σύρῐχος, , v. ὑριχός . συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρίττω
Headword (normalized):
συρίττω
Headword (normalized/stripped):
συριττω
IDX:
101256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡρίττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συρίζω</span> . <span class="orth greek">σύρῐχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v. <span class="ref greek">ὑριχός</span> . <span class="orth greek">συρκίζω</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">σαρκάζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}