Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Συρίη
Συριηγενής
Συρικός
συρικτής
Σύριος
συρίσδω
σύρισμα
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
συρίτης
συρίττω
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματικὴ
συρματὶς
View word page
συριστική
σῡριστική (sc. τέχνη), ,
A). the art of piping, Sch.D.T. p.111 H.


ShortDef

the art of piping

Debugging

Headword:
συριστική
Headword (normalized):
συριστική
Headword (normalized/stripped):
συριστικη
IDX:
101254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριστική</span> (sc. <span class="foreign greek">τέχνη</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the art of piping</span>, Sch.D.T.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg038:p.111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg038:p.111/canonical-url/"> p.111 </a> H.</div> </div><br><br>'}