Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συρίη
Συριηγενής
Συρικός
συρικτής
Σύριος
συρίσδω
σύρισμα
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
συρίτης
συρίττω
σύρμα
συρμαία
συρμαΐζω
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
View word page
συριστηρίδιον
συρ-ιστηρίδιον, τό, Dim. of συριστήρ (v. sq.), but perh. =
A). small Panspipe, BGU 1125.3 , 23 (i B.C.).


ShortDef

small Panspipe

Debugging

Headword:
συριστηρίδιον
Headword (normalized):
συριστηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
συριστηριδιον
IDX:
101251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρ-ιστηρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">συριστήρ</span> (v. sq.), but perh. = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small Panspipe</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1125.3 </span>,<span class="bibl"> 23 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}