Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συρίη
Συριηγενής
Συρικός
συρικτής
Σύριος
συρίσδω
σύρισμα
συριστηρίδιον
συριστής
Συριστί
συριστική
συρίτης
συρίττω
σύρμα
View word page
συρικτής
συρικτής,
A). v. συριστής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συρικτής
Headword (normalized):
συρικτής
Headword (normalized/stripped):
συρικτης
IDX:
101247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συρικτής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συριστής</span> .</div> </div><br><br>'}