Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
συριγκτής
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
σύριγξις
συρίζω
Συρίζω
Συρίη
Συριηγενής
Συρικός
View word page
συριγκτής
σῡριγκτής,
A). v. συριστής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συριγκτής
Headword (normalized):
συριγκτής
Headword (normalized/stripped):
συριγκτης
IDX:
101236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριγκτής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συριστής</span> .</div> </div><br><br>'}