Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
συριγκτής
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
σῦριγξ
View word page
συριγγοποιός
σῡριγγο-ποιός
,
ὁ
,
A).
pipe-maker
, prob. rest. in
Tab.Defix.
55.2
.
ShortDef
pipe-maker
Debugging
Headword:
συριγγοποιός
Headword (normalized):
συριγγοποιός
Headword (normalized/stripped):
συριγγοποιος
IDX:
101230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101231
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριγγο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pipe-maker</span>, prob. rest. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.</span> 55.2 </span>.</div> </div><br><br>'}