Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
συριγκτής
σύριγμα
συριγματώδης
συριγμός
View word page
συριγγόποδες
σῡριγγό-ποδες στίχοι, prob. cj. for συρόποδες (=
A). fistulares versus) in Diom. p. 498 K.


ShortDef

fistulares versus

Debugging

Headword:
συριγγόποδες
Headword (normalized):
συριγγόποδες
Headword (normalized/stripped):
συριγγοποδες
IDX:
101229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριγγό-ποδες</span> <span class="foreign greek">στίχοι</span>, prob. cj. for <span class="foreign greek">συρόποδες</span> (= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fistulares versus</span>) in Diom. p. 498 K.</div> </div><br><br>'}