Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύρεον
συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
συριγγώδης
συρίγγωμα
συρίγγωσις
συριγκτής
σύριγμα
συριγματώδης
View word page
συριγγίτης
σῡριγγ-ίτης [ῑ],, fem. σῡριγγ-ῖτις, ιδος, a precious stone, Plin. HN 37.182 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συριγγίτης
Headword (normalized):
συριγγίτης
Headword (normalized/stripped):
συριγγιτης
IDX:
101228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριγγ-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, fem. <span class="orth greek">σῡριγγ-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, a precious stone, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:latinLit:phi0978.phi001:37:182" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:latinLit:phi0978.phi001:37.182/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plin.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HN</span> 37.182 </a>.</div><br><br>'}