Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Συρακοσία
Συραττικός
σύρβᾰ
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
σύρεον
συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
συριγγόω
View word page
συριγγέμβολος
σῡριγγ-έμβολος, ,
A). pipe-line for conveying water, Eust. 1189.47 .


ShortDef

pipe-line

Debugging

Headword:
συριγγέμβολος
Headword (normalized):
συριγγέμβολος
Headword (normalized/stripped):
συριγγεμβολος
IDX:
101222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡριγγ-έμβολος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pipe-line</span> for conveying water, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1189:47" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1189.47/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1189.47 </a>.</div> </div><br><br>'}