Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Συράκουσαι
Συρακοσία
Συραττικός
σύρβᾰ
συρβηνεύς
σύργαστρος
σύρδην
σύρεον
συρία
Συριάρχης
Συριαρχία
συριγγέμβολος
συριγγιακός
συριγγίας
συριγγιάω
συρίγγιον
συριγγίς
συριγγίτης
συριγγόποδες
συριγγοποιός
συριγγοτόμον
View word page
Συριαρχία
Σῠρι-αρχία
,
ἡ
,
A).
office of
Συριάρχης
,
Cod.Theod.
6.3.1
,
Cod.Just.
1.36
,
5.27.1
.
ShortDef
office of Συριάρχης
Debugging
Headword:
Συριαρχία
Headword (normalized):
συριαρχία
Headword (normalized/stripped):
συριαρχια
IDX:
101221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101222
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σῠρι-αρχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">Συριάρχης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Theod.</span> 6.3.1 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 1.36 </span>,<span class="bibl"> 5.27.1 </span>.</div> </div><br><br>'}