Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συοθήρας
συοκτασία
συοκτονία
συοκτόνος
συόομαι
συοπλουτοσύνη
συορόγχαι
συοτρόφος
συοφόνος
συοφόντης
συοφορβέομαι
συοφόρβιον
συοφορβός
συππινᾶς
συπύη
σῦρ
σύρα
Συραιγύπτιος
Συράκουσαι
Συρακοσία
Συραττικός
View word page
συοφορβέομαι
σῠοφορβ-έομαι, Pass.,
A). to be fed like swine, Longin. 9.14 .


ShortDef

to be fed like swine

Debugging

Headword:
συοφορβέομαι
Headword (normalized):
συοφορβέομαι
Headword (normalized/stripped):
συοφορβεομαι
IDX:
101203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῠοφορβ-έομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be fed like swine</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 9.14 </span>.</div> </div><br><br>'}