Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνωριστής
σύνωρον
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
συοβόσκης
συοβόσκιον
συοβοσκός
συόβρωτος
συοδήλητος
συοθήρας
συοκτασία
συοκτονία
συοκτόνος
συόομαι
συοπλουτοσύνη
συορόγχαι
συοτρόφος
View word page
συοβοσκός
σῠο-βοσκός, ,
A). swineherd, Gloss.


ShortDef

swineherd

Debugging

Headword:
συοβοσκός
Headword (normalized):
συοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
συοβοσκος
IDX:
101190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῠο-βοσκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swineherd,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}