Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
σύνωρον
συνωροσκοπέω
σύνωσις
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοβαύβαλος
συοβοιωτοί
συοβόσκης
συοβόσκιον
συοβοσκός
συόβρωτος
View word page
σύνωρον
σύνωρον· σύμφωνον, ὁμολογούμενον, ἢ συγγενῆ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύνωρον
Headword (normalized):
σύνωρον
Headword (normalized/stripped):
συνωρον
IDX:
101181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνωρον·</span> <span class="foreign greek">σύμφωνον, ὁμολογούμενον, ἢ συγγενῆ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}