Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμόσιος
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
σύνωρον
View word page
συνώνητος
συνών-ητος, ον,
A). bought up, Cod. Theod. 11.15.1 .


ShortDef

bought up

Debugging

Headword:
συνώνητος
Headword (normalized):
συνώνητος
Headword (normalized/stripped):
συνωνητος
IDX:
101171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101172
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνών-ητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bought up, Cod. Theod.</span> <span class="bibl"> 11.15.1 </span>.</div> </div><br><br>'}