Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμόσιος
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνώριος
συνωρίς
συνωριστής
View word page
συνωνητής
συνων-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
one who buys up,
Gloss.
ShortDef
one who buys up
Debugging
Headword:
συνωνητής
Headword (normalized):
συνωνητής
Headword (normalized/stripped):
συνωνητης
IDX:
101170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101171
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνων-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who buys up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}