Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνωθισμός
συνώμεθα
συνωμία
συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμόσιος
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
συνωνητής
συνώνητος
συνωνυμέω
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
View word page
συνωμοτικός
συνωμ-οτικός
,
ή
,
όν
,
A).
of
or
for a conspiracy
, only in Adv.
-κῶς
,
Plu.
2.813a
.
ShortDef
of or for a conspiracy
Debugging
Headword:
συνωμοτικός
Headword (normalized):
συνωμοτικός
Headword (normalized/stripped):
συνωμοτικος
IDX:
101166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101167
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνωμ-οτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for a conspiracy</span>, only in Adv. <span class="foreign greek">-κῶς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.813a </span>.</div> </div><br><br>'}