Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνῳδέω
συνῳδία
συνῳδικός
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνώθησις
συνωθισμός
συνώμεθα
συνωμία
συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμόσιος
συνωμότης
συνωμοτία
συνωμοτικός
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνή
View word page
συνωμίασις
συνωμ-ίασις, εως, ,
A). pain in the συνωμία, Hippiatr. 26 .


ShortDef

pain in the συνωμία

Debugging

Headword:
συνωμίασις
Headword (normalized):
συνωμίασις
Headword (normalized/stripped):
συνωμιασις
IDX:
101159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνωμ-ίασις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pain in the</span> <span class="foreign greek">συνωμία</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 26 </span>.</div> </div><br><br>'}