Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυφέλκω
συνυφή
συνυφής
συνυφίστημι
συνῳδέω
συνῳδία
συνῳδικός
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνώθησις
συνωθισμός
συνώμεθα
συνωμία
συνωμίασις
συνωμίς
συνωμοσία
συνωμόσιον
συνωμόσιος
συνωμότης
συνωμοτία
View word page
συνώθησις
συνώθ-ησις, εως, ,
A). compulsio, Gloss.


ShortDef

compulsio

Debugging

Headword:
συνώθησις
Headword (normalized):
συνώθησις
Headword (normalized/stripped):
συνωθησις
IDX:
101155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνώθ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compulsio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}