Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυπουργέω
συνυποφέρω
συνυποφύομαι
συνυποχωρέω
συνυφαίνω
συνύφανσις
συνυφαντέον
συνυφάντης
συνύφασμα
συνύφειαι
συνυφέλκω
συνυφή
συνυφής
συνυφίστημι
συνῳδέω
συνῳδία
συνῳδικός
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνώθησις
View word page
συνυφέλκω
συνυφέλκω,
A). f.l. for συνεφ- in Ph. 2.232 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνυφέλκω
Headword (normalized):
συνυφέλκω
Headword (normalized/stripped):
συνυφελκω
IDX:
101145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυφέλκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">συνεφ-</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:232" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.232/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.232 </a>.</div> </div><br><br>'}