Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυποτάσσομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυποφέρω
συνυποφύομαι
συνυποχωρέω
συνυφαίνω
συνύφανσις
συνυφαντέον
συνυφάντης
συνύφασμα
συνύφειαι
συνυφέλκω
συνυφή
συνυφής
συνυφίστημι
συνῳδέω
συνῳδία
συνῳδικός
συνωδίνω
συνῳδός
View word page
συνύφασμα
συνύφασμα [ῠ],,
A). contextus, Gloss.


ShortDef

contextus

Debugging

Headword:
συνύφασμα
Headword (normalized):
συνύφασμα
Headword (normalized/stripped):
συνυφασμα
IDX:
101143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνύφασμα</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contextus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}