Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυπολαμβάνω
συνυπολείπομαι
συνυπόληψις
συνυπονοέω
συνυποπίπτω
συνυποπτεύω
συνυπόπτωσις
συνυπόστασις
συνυποστέλλομαι
συνυποσύρω
συνυποτάσσομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυποφέρω
συνυποφύομαι
συνυποχωρέω
συνυφαίνω
συνύφανσις
συνυφαντέον
συνυφάντης
συνύφασμα
View word page
συνυποτάσσομαι
συνυπο-τάσσομαι, Pass.,
A). to be subject or obedient together, Hsch. s.v. ἀτιμαγέλας .


ShortDef

to be subject

Debugging

Headword:
συνυποτάσσομαι
Headword (normalized):
συνυποτάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυποτασσομαι
IDX:
101133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπο-τάσσομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be subject</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">obedient together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀτιμαγέλας</span> .</div> </div><br><br>'}