Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυπογράφω
συνυποδείκνυμι
συνυποδέχομαι
συνυποδίδωμι
συνυποδύομαι
συνυποζεύγνυμι
συνυπόκειμαι
συνυποκορίζω
συνυποκρίνομαι
συνυπολαμβάνω
συνυπολείπομαι
συνυπόληψις
συνυπονοέω
συνυποπίπτω
συνυποπτεύω
συνυπόπτωσις
συνυπόστασις
συνυποστέλλομαι
συνυποσύρω
συνυποτάσσομαι
συνυποτίθεμαι
View word page
συνυπολείπομαι
συνυπο-λείπομαι,
A). to be left behind together with, τοῖς συμμένουσι Epict. Gnom. 34 (prob. l.).


ShortDef

to be left behind together with

Debugging

Headword:
συνυπολείπομαι
Headword (normalized):
συνυπολείπομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυπολειπομαι
IDX:
101124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπο-λείπομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be left behind together with</span>, <span class="quote greek">τοῖς συμμένουσι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg004:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg004:34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epict.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gnom.</span> 34 </a> (prob. l.).</div> </div><br><br>'}