Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνύπειμι
συνυπεξάγω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποβάλλω
συνυπογράφω
συνυποδείκνυμι
συνυποδέχομαι
συνυποδίδωμι
συνυποδύομαι
συνυποζεύγνυμι
συνυπόκειμαι
συνυποκορίζω
συνυποκρίνομαι
συνυπολαμβάνω
συνυπολείπομαι
συνυπόληψις
συνυπονοέω
συνυποπίπτω
συνυποπτεύω
συνυπόπτωσις
View word page
συνυποζεύγνυμι
συνυπο-ζεύγνῡμι,
A). put under the yoke together, Ath. 12.533d .


ShortDef

put under the yoke together

Debugging

Headword:
συνυποζεύγνυμι
Headword (normalized):
συνυποζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συνυποζευγνυμι
IDX:
101119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπο-ζεύγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put under the yoke together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12:533d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:12.533d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 12.533d </a>.</div> </div><br><br>'}