Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνύπαρξις
συνυπάρχω
συνύπατος
συνύπειμι
συνυπεξάγω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποβάλλω
συνυπογράφω
συνυποδείκνυμι
συνυποδέχομαι
συνυποδίδωμι
συνυποδύομαι
συνυποζεύγνυμι
συνυπόκειμαι
συνυποκορίζω
συνυποκρίνομαι
συνυπολαμβάνω
συνυπολείπομαι
συνυπόληψις
συνυπονοέω
View word page
συνυποδέχομαι
συνυπο-δέχομαι,
A). receive, entertain together, τινί τινα Sch. Theoc. 7.149 .


ShortDef

receive, entertain together

Debugging

Headword:
συνυποδέχομαι
Headword (normalized):
συνυποδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυποδεχομαι
IDX:
101116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπο-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receive, entertain together</span>, <span class="foreign greek">τινί τινα</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7:149" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7.149/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 7.149 </a>.</div> </div><br><br>'}