Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυπακούω
συνυπαλλάσσομαι
συνυπαρκτικός
συνύπαρξις
συνυπάρχω
συνύπατος
συνύπειμι
συνυπεξάγω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποβάλλω
συνυπογράφω
συνυποδείκνυμι
συνυποδέχομαι
συνυποδίδωμι
συνυποδύομαι
συνυποζεύγνυμι
συνυπόκειμαι
συνυποκορίζω
συνυποκρίνομαι
συνυπολαμβάνω
View word page
συνυποβάλλω
συνυπο-βάλλω,
A). subject at the same time, τῷ λόγῳ τὰ πάθη prob. in Plu. Lib. 1 .


ShortDef

subject at the same time

Debugging

Headword:
συνυποβάλλω
Headword (normalized):
συνυποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνυποβαλλω
IDX:
101113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπο-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject at the same time</span>, <span class="foreign greek">τῷ λόγῳ τὰ πάθη</span> prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg143:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg143:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lib.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}