Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνυγιαίνω
συνυγραίνομαι
συνυθλέω
συνυλακτέω
συνυμεναιόω
συνυμνέω
συνυμνῳδός
συνυπάγω
συνυπακουστέον
συνυπακούω
συνυπαλλάσσομαι
συνυπαρκτικός
συνύπαρξις
συνυπάρχω
συνύπατος
συνύπειμι
συνυπεξάγω
συνυπερβάλλω
συνυπηρετέω
συνυποβάλλω
συνυπογράφω
View word page
συνυπαλλάσσομαι
συνυπ-αλλάσσομαι,
A). vary also, prob. for νῦν ὑπ- in Gal. 17(1).31 .


ShortDef

vary also

Debugging

Headword:
συνυπαλλάσσομαι
Headword (normalized):
συνυπαλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυπαλλασσομαι
IDX:
101104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-101105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνυπ-αλλάσσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vary also</span>, prob. for <span class="foreign greek">νῦν ὑπ-</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).31 </span>.</div> </div><br><br>'}