Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντίληξις
ἀντιληπτέον
ἀντιληπτικός
ἀντιληπτός
ἀντιλήπτωρ
ἀντίληψις
ἀντιλιτανεύω
ἀντιλόβιον
ἀντιλοβίς
ἀντιλογέω
ἀντιλογητικός
ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντίλοξος
ἀντιλοχέω
ἀντιλυπέω
ἀντιλύπησις
View word page
ἀντιλογητικός
ἀντιλογ-ητικός, , όν,
A). = ἀντιλογικός , Gal. 7.281 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιλογητικός
Headword (normalized):
ἀντιλογητικός
Headword (normalized/stripped):
αντιλογητικος
IDX:
10109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιλογ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀντιλογικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.281 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}